- νευρικότητα
- ηη ιδιότητα του νευρικού, η ανησυχία, η έλλειψη ψυχραιμίας: Αυτές τις μέρες ο πατέρας έχει μια νευρικότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νευρικότητα — η 1. η ιδιότητα τού νευρικού, το ευερέθιστο, η οξυθυμία 2. έλλειψη ψυχραιμίας, σπασμωδικότητα, ατομική ή ομαδική ανησυχία για κάποια ενέργεια (α. «νευρικότητα κινήσεων» β. «η ανακοίνωση προκάλεσε νευρικότητα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρικός. Η λ., στον… … Dictionary of Greek
επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια … Dictionary of Greek
υπερθυρεοειδισμός — (Ιατρ.). Ονομάζεται και «εξώφθαλμη βρογχοκήλη» ή «διάχυτη τοξική βροχγοκήλη» και οφείλεται σε μια υπερέκκριση ορμονών του θυρεοειδούς που είναι μερικά τοξικές. Η έναρξη της ασθένειας είναι ύπουλη. Τα αρχικά συμπτώματα αντιπροσωπεύονται γενικά από … Dictionary of Greek
έκστασι — (ecstasy). Κοινή ονομασία ναρκωτικής ουσίας. Πρόκειται για τη χημική ουσία 3,4 μεθυλενοδιοξυμεθαμφεταμίνη, γνωστή και με τη συντομογραφία MDMA. Στην καθαρή της μορφή είναι μία λευκή κρυσταλλική σκόνη που κυκλοφορεί είτε σε μορφή σκόνης είτε σε… … Dictionary of Greek
μετεωροπάθειες — (Ιατρ.). Παθολογικές καταστάσεις που οφείλονται σε μετεωρολογικές συνθήκες. Στην κατηγορία των μ. μπορούν να περιληφθούν η θερμοπληξία που συνήθως παρατηρείται στα τροπικά κλίματα, η κρυοπληξία, τα νοσήματα από ψύξη, τα κρυοπαγήματα, οι παθήσεις… … Dictionary of Greek
Ναυαρίνο — Ιστορικός οικισμός της Μεσσηνίας, στο Ιόνιο, γνωστός σήμερα με την ονομασία Πύλος. Αναφέρεται επίσης ως Νιόκατρο ή Νεόκαστρο. ναυμαχία του Ν. Ναυτική σύγκρουση του τουρκοαιγυπτιακού στόλού με ενωμένες ναυτικές μοίρες του αγγλικού, γαλλικού και… … Dictionary of Greek
βλεφαρόσπασμος — βλεφαρόσπασμος, ο και βλεφαρόσπασμα, το συχνός σπασμός των βλεφάρων, που οφείλεται σε νευρικότητα: Του έμεινε ένας βλεφαρόσπασμος μετά το νευρικό κλονισμό που πέρασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζοχάδα — η 1. αιμορροΐδα: Υποφέρει από ζοχάδες. 2. δυστροπία, νευρικότητα: Μην του μιλάς, γιατί έχει τις ζοχάδες του. 3. άνθρωπος ενοχλητικός: Ζοχάδα μού έγινες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)